Τα χρόνια μου είχαν…. ρίζες ήταν…. δέντρα

Τα χρόνια μου είχαν…. ρίζες ήταν…. δέντρα

«Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει» Χόρχε Μπουκάι (1949- ), Αργεντινός ψυχοθεραπευτής.

Χώροι, τόποι, άνθρωποι γνώριμοι αποτελούν το βάλσαμο μας, την παρηγοριά, την παραμυθία μας. Νιώθουμε ασφαλείς σε έναν παράδεισο φτιαγμένο από υλικά της επιλογής μας. Τους δίνουμε χώρο και χρόνο, αγάπη και φροντίδα. Μόνο που δεν καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά είναι προσωρινά όπως είμαστε και εμείς. Και τότε εγκλωβιζόμαστε σε μια ατέρμονη κατάσταση να προσπαθούμε να συντηρήσουμε το εφήμερο, να το μετουσιώσουμε σε αιώνιο, να το βρέξουμε με τα δάκρυα μας για να το κρατήσουμε κοντά μας όσο γίνεται παραπάνω. Χάνουμε έτσι την ουσία των πραγμάτων. Η αιωνιότητα είναι αλλού. Δεν κρατιέται με την προσκόλληση, αλλά κατακτάται με την ελευθερία. Δεν αποκτιέται με την αγωνία του να αποτρέψουμε το μοιραίο του θανάτου, αλλά γιγαντώνεται με την αλληλοπεριχώρηση του θανάτου μέσα στη ζωή. Δεν πρέπει να ξορκίζουμε τον θάνατο για να αποκτήσουμε την ψευδαίσθηση της αιώνιας ζωής. Πρέπει να του κάνουμε χώρο στις καρδιές μας και στο πνεύμα μας. Αλλιώς ο θάνατος μετατρέπεται στον μέγα παγιδευτή των ψυχών μας. Πρέπει δηλαδή να τον αποδεχτούμε ως ένα γεγονός αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή.

Και λέγοντας αυτά, θυμήθηκα μια θεραπευόμενη που πρόσφατα ολοκλήρωσε τη θεραπεία της. Όταν ήρθε να τη βοηθήσω, φοβόταν κυριολεκτικά τη σκιά της. Κάθε τι γύρω της μπορούσε ξάφνου να μετατραπεί σε μια τρομακτική πραγματικότητα και να γιγαντωθεί τόσο ώστε να την κατασπαράξει. Ναι, να την κατασπαράξει κυριολεκτικά, ψυχικά και σωματικά. Μεγάλωσε με φοβικούς τροφούς και δε λέω γονείς γιατί ένα τροχαίο δυστύχημα στάθηκε μοιραίο για τις ζωές των γονιών της όταν αυτή ήταν μόλις πέντε ετών. Έτσι, αυτοί που ανέλαβαν το μεγάλωμα της, τραυματισμένοι και οι ίδιοι από την απώλεια των παιδιών τους, άρχισαν να βλέπουν παντού κινδύνους και εχθρούς. Όταν η κοπέλα αυτή ενηλικιώθηκε, ο τρόμος της μπροστά στη ζωή ήταν τεράστιος. Χωρίς αυτή να το έχει ποτέ ωστόσο αντιληφθεί αυτό. Και αν το αναλογιστούμε καλά, μπορεί ο καθένας μας στη θέση της να ένιωθε έτσι. Πέρασαν αρκετά χρόνια μοναχικής πάλης όπου η κοπέλα προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει κοντά της όλα όσα αγαπούσε. Δεν ήθελε με τίποτα να επιτρέψει κάτι άλλο να χαθεί. Γι’αυτό και σπούδασε ιατρική. Ξόρκιζε το θάνατο σε κάθε της βήμα, μαχόταν να τον εμποδίσει να πάρει και άλλες ζωές, θυσιαζόταν κυριολεκτικά στο να σώσει ανθρώπους πολλές φορές σε βάρος της δικής της υγείας. Κι όταν έσωζε τους ασθενείς της, η χαρά διαρκούσε λίγο γιατί ο αγώνας ενάντια στο θάνατο δεν είχε τελειωμό. Και ενώ μέσα της είχε αρχίσει να σχηματίζεται η αίσθηση ότι είναι άτρωτη, η απώλεια του αγαπημένου της κατοικιδίου έκανε να ξεσπάσει μέσα της μια θύελλα που την έφερε ως την πόρτα μου. Σιγά-σιγά κατάλαβε πόσο φοβόταν τη ζωή. Γιατί φοβόταν το θάνατο. Η ζωή χωρίς την αναγνώριση της πραγματικότητας του θανάτου είναι λειψή. Γιατί πολύ απλά τη στοιχειώνει ο φόβος. Έτσι ένιωθε μέσα της και αυτή. Στοιχειωμένη. Στην πορεία κατάλαβε ότι δεν είναι άτρωτη. Και ότι αυτό από μόνο του είναι θαυμάσιο. Κατάλαβε ότι δεν μπορεί να σώσει τους πάντες. Και αυτό είναι ανακουφιστικό. Κατάλαβε ότι ο θάνατος δεν νικήθηκε από κανένα θνητό. Και αυτό είναι απελευθερωτικό. Και όταν τα κατάλαβε όλα αυτά, άρχισε να Ζει!

Ο αγώνας αυτού του ανθρώπου μου δίδαξε πολλά. Κυρίως όμως τη μέγιστη αλήθεια. Ότι η προσκόλληση σε πρόσωπα και πράγματα δεν μπορεί να μας σώσει. Μόνο εμείς μπορούμε να σώσουμε τους εαυτούς μας. Και μια πίστη υπερβατική, από αυτές που λυτρώνουν την καρδιά γιατί μας βοηθούν να κοιτάμε ψηλά, σε ένα Επέκεινα ενός πνευματικού δρόμου που κάθε άνθρωπος, είτε το γνωρίζει είτε όχι, κάθε στιγμή διανύει. Και αυτό με βοηθάει καθημερινά να παλεύω με τις φοβικές μου προσκολλήσεις προς την προσωπική μου πολυπόθητη απελευθέρωση…