Φόβος, ενοχή, ντροπή: τα συναισθήματα του «γυναικείου ρόλου» και οι συνέπειες τους

Φόβος, ενοχή, ντροπή: τα συναισθήματα του «γυναικείου ρόλου» και οι συνέπειες τους

«Κατά το ήμισυ θύματα, κατά το ήμισυ συνεργοί, όπως όλος ο κόσμος»
Ζαν-Πολ Σαρτρ

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, θέλουμε να διατυπώσουμε τον προβληματισμό μας ως προς την ύπαρξη αυτής της επετείου. Πώς είναι δυνατόν να τιμούμε τη μισή ανθρωπότητα στην ουσία κάθε χρόνο στις 8 του Μάρτη; Και μάλιστα αυτό να συμβαίνει στις δυτικές κοινωνίες καθώς σε κάποιες άλλες κοινωνίες, η γυναίκα δεν έχει καν το δικαίωμα να ορίσει την ύπαρξη της. Η ζωή της είναι απλά απόρροια της ανοχής του άντρα. Ας επικεντρωθούμε λοιπόν στις δυτικές κοινωνίες. Η γυναίκα πλέον μπορεί να δουλέψει, να έχει χρήματα, να οδηγεί, να έχει ερωτικές σχέσεις χωρίς την επίκριση της κοινωνίας. Σε αυτό έχουμε όντως ευτυχώς βελτιωθεί. Τότε όμως γιατί εξακολουθούμε να βλέπουμε τη γυναίκα ως ένα είδος κατώτερο ή ένα είδος αδύναμο προς προστασία; Γιατί εξακολουθούμε να βλέπουμε τα δύο φύλα μέσα από το πρίσμα των ρόλων με τη γυναίκα να πρέπει απαραίτητα π.χ. να ξέρει να μαγειρεύει, να μην είναι απαραίτητο να δουλεύει εφ’ όσον ο άντρας της τα παρέχει όλα και αν εργάζεται, να είναι επιφορτισμένη και με όλα τα άλλα (φροντίδα σπιτιού, παιδιών κλπ.) ενώ για τον άντρα απλά αρκεί να φέρνει λεφτά στο σπίτι; Χωρίς φυσικά να θέλουμε να υπερτονίσουμε τη σημασία της προσφοράς της γυναίκας έναντι του άντρα, στόχος αυτού του κειμένου είναι να κάνουμε κάποιες επισημάνσεις οι οποίες ίσως ρίξουν λίγο φώς στο τι εμποδίζει την αρμονική και ισότιμη συνύπαρξη και συνεξέλιξη αντρών και γυναικών. Γιατί χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον για να πορευτούμε…

Η γυναίκα ακόμα λοιπόν και με αυτά που έχει πετύχει, εξακολουθεί να ενοχοποιείται πιο εύκολα, να μην εκφράζει άμεσα το θυμό της, να μην τολμά να ασκεί εξουσία (κι όταν το κάνει, μπορεί να γίνει πολύ σκληρή καθώς δεν το έχει ποτέ διδαχθεί) κι ακόμα κι αν δε φταίει σε κάτι, να καταλήγει πιο αβασάνιστα στο συμπέρασμα ότι φταίει. Στην περίπτωση δε της λεκτικής και σωματικής ενδοοικογενειακής βίας, η γυναίκα που κακοποιείται δικαιολογεί την κατάσταση με τη σκέψη ότι φταίει και η ίδια και την αφήνει ως εκ τούτου να διαιωνίζεται. Σε αυτό να προσθέσουμε και τις φορές που, όταν η γυναίκα δεν θέλει να συνευρεθεί σεξουαλικά, δεν εκφράζει την αντίθεση της στη σεξουαλική επιθυμία του συζύγου, με αποτέλεσμα να υφίσταται κάτι που δε θέλει. Να τονίσουμε ότι τα προλεχθέντα ισχύουν και σε περιπτώσεις μορφωμένων και ανεξάρτητων γυναικών καθώς η μόρφωση και η κοινωνική καταξίωση δεν είναι άμεσα συνυφασμένες με τη συναισθηματική εξέλιξη. Και το να βάζουμε όρια και να εκφράζουμε με λειτουργικό τρόπο το πώς νιώθουμε έχει να κάνει με τη συναισθηματική μας ωρίμανση.

Ενδιαφέρον θα ήταν να παρατηρήσουμε και το πώς έχει δομηθεί η γλώσσα μας γύρω από τις έννοιες άντρα-γυναίκας. Αν για παράδειγμα αναφερόμαστε σε έναν άντρα, συνηθίζουμε να λέμε π.χ. «αυτός είναι καλός άνθρωπος». Όταν όμως αναφερόμαστε σε μια γυναίκα, συνήθως λέμε «η τάδε είναι καλή γυναίκα». Μήπως άθελα μας υπονοούμε έτσι λοιπόν ότι υπάρχουν οι άνθρωποι και οι γυναίκες; Άξιον αναφοράς είναι επίσης το πώς θα προσβάλλει έναν άντρα η ιδέα και μόνο ότι «φέρεται σα γυναίκα» ενώ το αντίθετο (ότι δηλαδή μια γυναίκα μοιάζει στη συμπεριφορά της με άντρα) δεν αποτελεί (απαραίτητα κι ως επί το πλείστον) προσβολή.

Η γυναίκα εν ολίγοις εγκλωβίζεται μέσα στο φόβο, την ενοχή και τη ντροπή, δέχεται πιο εύκολα υποτίμηση και εξευτελισμό, ενδίδει πιο εύκολα σε πιέσεις και δεν ξέρει να λέει εύκολα «όχι» όταν δεν επιθυμεί κάτι. Σε αυτό να προσθέσουμε και την «απαίτηση» της κοινωνίας – την οποία φυσικά έχει ενστερνιστεί ακόμα και υποσυνείδητα το γυναικείο φύλο – να είναι η γυναίκα όμορφη για να είναι αποδεκτή. Τέτοια απαίτηση δεν βιώνει ο άντρας, ο οποίος έχει επιφορτιστεί σχεδόν αποκλειστικά με το ρόλο του κουβαλητή (που φυσικά έχει κι αυτός ο ρόλος, όταν γίνεται μονομερής, ολέθριες συνέπειες για τον ψυχισμό του).

Πώς όμως διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση; Από τις ίδιες τις γυναίκες. Οι γυναίκες διαπαιδαγωγούν τις κόρες τους να αρνούνται τα συναισθήματα τους και ιδιαίτερα το θυμό τους, να είναι κοντά στους γονείς τους, ή ακόμα και να τους «γηροκομούν». Οι κόρες πρέπει να είναι «νοικοκυρές», να συμμαζεύουν το δωμάτιο τους, να μην ξενυχτάνε ενώ φυσικά η κριτική για το αν φαίνονται πρόστυχες και «για το τι θα πει ο κόσμος για αυτές» ακούγεται κατά κόρον. Τα αγόρια μπορούν να έχουν αναρίθμητες ερωτικές εμπειρίες, να μην κάνουν δουλειές στο σπίτι και να γυρίζουν όποια ώρα θέλουν. Πολλές γυναίκες που κακοποιούνται και στη συνέχεια κατηγορούν τον εαυτό τους για αυτό, συγκαλύπτοντας το περιστατικό και το θύτη, αποτελούν παραδείγματα για τις ψυχούλες των κοριτσιών, αλλά και των αγοριών τους. Οι κόρες μαθαίνουν να μην αντιδρούν και οι γιοι μαθαίνουν ότι η κακοποίηση είναι κάτι το φυσιολογικό. Οι μητέρες διδάσκουν επιπλέον τις κόρες τους ότι επιτυχία για το γυναικείο φύλο είναι η συντροφικότητα και τα παιδιά κι όχι ο εργασιακός τομέας, αντίθετα με τους άντρες, για τους οποίους η επιτυχία εστιάζεται στον εργασιακό στίβο. Οι γυναίκες εξάλλου ενοχοποιούνται ως προς την απόλαυση και ως εκ τούτου διδάσκουν και διδάσκονται τον περιορισμό στην έκφραση και τη συμπεριφορά. Όλα αυτά είναι βέβαια αποτελέσματα του πατριαρχικού καθεστώτος των τελευταίων χιλιάδων χρόνων, εξαιτίας του οποίου οι γυναίκες έχασαν τη δύναμη τους και υπέστησαν ταπεινώσεις κι εξευτελισμούς.

Χαρακτηριστικά η Ζωή Καρέλλη στο ποίημα της «Η άνθρωπος» σκιαγραφεί την εναγώνια προσπάθεια της γυναίκας να αναγνωριστεί ως ισότιμη οντότητα με δική της αξιοπρέπεια και δικαίωμα στην ελεύθερη, ουσιαστική έκφραση ως άνθρωπος κι όχι ως το «δεύτερο φύλο». Αυτός άλλωστε είναι ο μόνος τρόπος για να συναντηθούν, να αλληλοσυμπληρωθούν και να συμπλεύσουν οι γυναίκες και οι άντρες, να διδάξουν την ισότητα, το σεβασμό και την αγάπη στα παιδιά τους και στους γύρω τους κι έτσι να συμβάλλουν στη δημιουργία υγιών και ευτυχισμένων υπάρξεων.