Τελικά «τα καλά παιδιά» πάνε όντως στον παράδεισο;

Τελικά «τα καλά παιδιά» πάνε όντως στον παράδεισο;

«Καλύτερα ελεύθερα ‘κακός’ παρά ψυχαναγκαστικά ‘καλός’» Μάρω Βαμβουνάκη, Συγγραφέας

Πολλές φορές ακούμε και λέμε στο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο τον όρο «καλό παιδί». Κι ενώ μπορεί αυτή η λέξη στην καθημερινότητα να είναι συνυφασμένη με κάτι που διακαώς επιθυμούμε για τους εαυτούς μας και για αυτούς με τους οποίους – θέλουμε να- συνδεόμαστε, στην ψυχοθεραπεία ο όρος αυτός σηματοδοτεί την ανάγκη για βαθιές αλλαγές του εν λόγω ατόμου.

Κι αν αναρωτηθεί ο αναγνώστης «γιατί», αρκεί να σκεφτεί τα χαρακτηριστικά του «καλού παιδιού» για να αλλάξει γνώμη. Το «καλό παιδί» τις περισσότερες φορές παραιτείται από τις προσωπικές του ανάγκες και συναισθήματα μόνο και μόνο για να νιώθει ότι μπορεί να συνδέεται με τους άλλους. Είναι πάντα εξυπηρετικό, δεν λέει ποτέ «όχι», χαμογελάει ανοιχτόκαρδα σχεδόν πάντα και είναι έτοιμο να δώσει ό,τι οι άλλοι του ζητήσουν. Τα άτομα αυτά φοβούνται… Φοβούνται την ματιά του άλλου μέσα τους, φοβούνται την επίκριση , φοβούνται την τιμωρία. Έτσι υιοθετούν συμπεριφορές απέναντι στους άλλους που πιστεύουν ότι τους προστατεύουν από την κριτική και την τιμωρία ενώ ταυτόχρονα ευελπιστούν να εισπράξουν την επιδοκιμασία που τόσο χρειάζονται για να τονωθεί η χαμηλή αυτοεκτίμηση τους. Μέσα τους ωστόσο πονάνε. Πονάνε για όλες τις ματαιωμένες ευκαιρίες στη ζωή τους. Γιατί ακόμα κι αν έχουν εισπράξει θαυμασμό κι επιδοκιμασία, ακόμα κι αν τα «μπράβο» τα ακούν καθημερινά, βαθιά μέσα τους επικρατεί η αίσθηση του μάταιου και της πίκρας για τα πράγματα που έχασαν στο βωμό της προσφοράς και της εξυπηρέτησης. Βλέπετε, οι άνθρωποι δεν γεμίζουμε από αυτά που προσφέρουμε για να μας αγαπάνε. Γεμίζουμε από αυτά που προσφέρουμε από την καρδιά μας κι ενώ οι ίδιοι νιώθουμε γεμάτοι. Και λογικό είναι: τι μπορώ να προσφέρω στον Άλλον όταν εγώ νιώθω άδειος;

Επίσης, τα «καλά παιδιά» είναι πολύ θυμωμένα. Καμουφλάρουν βέβαια το θυμό τους μέσα από το χαμόγελο και την προσφορά τους, ωστόσο πολλές φορές αναγκάζονται να τον «εκτονώσουν» με διάφορους τρόπους. Ο χειρότερος δε είναι το να αρρωστήσουν τα ίδια. Ίσως αυτό να αποτελεί τον δικό τους τρόπο να πούνε το ποθητό, αλλά ψυχικά απρόσιτο «όχι». Μπορεί να εμφανίσουν κατάθλιψη, άγχος, κρίσεις πανικού, εμμονές, ψυχοσωματικά προβλήματα, εξαρτήσεις. Έτσι τουλάχιστον αρχίζουν «να μην μπορούν» πλέον να ανταποκριθούν στις ακόρεστες απαιτήσεις των άλλων. Και να προσθέσουμε εδώ ότι ακόμα και πολλές οργανικές ασθένειες έχουν τη βάση τους στα καταπιεσμένα συναισθήματα και ανάγκες, στα ματαιωμένα προσωπικά όνειρα με την προσδοκία της αποδοχής των άλλων.

Κι αν αναρωτιέστε πώς ένα άτομο οδηγείται στο να υιοθετήσει το ρόλο του «καλού παιδιού», η απάντηση βρίσκεται στο συναίσθημα της ενοχής που αναπτύσσεται κατά την παιδική μας ηλικία. Τα παιδιά πολύ εύκολα μπορεί να νιώσουν ότι είναι υπεύθυνα για ό,τι διαμείβεται γύρω τους, αλλά και στον ψυχισμό των γονιών τους. Ακόμα κι όταν οι γονείς δεν κάνουν το τραγικό λάθος να ξεσπούν το θυμό τους στις παιδικές ψυχούλες κάνοντας τα παιδιά να νιώθουν άμεσα ότι αυτά ευθύνονται για το συναίσθημα τους, το παραμικρό αρνητικό συναίσθημα μέσα στην οικογένεια, οι θλίψεις και τα άγχη τους, μπορούν να περαστούν άθελά τους στον ευαίσθητο ψυχισμό των παιδιών. Μεγαλώνοντας λοιπόν αυτά, μαθαίνουν να εξυπηρετούν τους γονείς, να τους βοηθούν ακόμα και σε πράγματα που δεν προβλέπονται για την ηλικία τους (π.χ. να φροντίσουν έναν πιο ηλικιωμένο συγγενή όταν ένας από τους γονείς δεν μπορεί να το κάνει) κι έτσι… μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης πώς το, υπό άλλες συνθήκες, ελεύθερο και ξέγνοιαστο παιδί μετατρέπεται σε ένα ψυχαναγκαστικά χαμογελαστό και ουσιαστικά σκυθρωπό πλάσμα.

Όταν λοιπόν αντικρίζουμε στην ψυχοθεραπεία τα θλιμμένα και κουρασμένα μάτια ενός «καλού παιδιού», η προσπάθεια μας είναι μία: να του δείξουμε ότι έχει το δικαίωμα να ζήσει ολοκληρωμένα για τον εαυτό του κι όχι μόνο για τους άλλους, ότι έχει το δικαίωμα να ονειρευτεί και να κάνει πράξη τα όνειρα του, ότι έχει το δικαίωμα να λέει «όχι» κι ότι δεν χρειάζεται κανενός την αποδοχή για να αποδέχεται το ίδιο τον εαυτό του. Και πάνω από όλα: να μάθει να μην απολογείται για το συναίσθημα του. Γιατί αυτό σημαίνει ότι θα απολογείται για την προσωπική του αλήθεια.