Περί απώλειας και πένθους Ι: Τα στάδια του θρήνου

Περί απώλειας και πένθους Ι: Τα στάδια του θρήνου

Περί απώλειας και πένθους. Μέρος Ι: Τα στάδια του θρήνου

«Να φέρεσαι σε ό,τι έχεις σαν να ήταν φτιαγμένο από ακριβή πορσελάνη, γιατί κάποια μέρα θα χαθεί»
Diana Bradley, επιζήσασα των βομβιστικών επιθέσεων της 19ης Απριλίου του 1995 στο Oklahoma City, όπου έχασε τη μητέρα της, τα δύο της παιδιά και το δεξί της πόδι

Κάθε μέρα που ζούμε, κάτι χάνουμε. Αυτό είναι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια της ζωής. Από την πιο απτή απώλεια της υγείας και της ζωής αγαπημένων μας προσώπων, από την απώλεια τόπων ή αντικειμένων ως την πιο άυλη στέρηση της νιότης μας, των ονείρων μας, των επιθυμιών μας ή των προσδοκιών μας, όλοι μας ανεξαιρέτως δοκιμαζόμαστε στις σκληρές αλήθειες της ζωής. Κάποια στιγμή όλοι μας ανεξαιρέτως θα αποχαιρετίσουμε κάθε πολύτιμη σχέση που έχουμε δημιουργήσει, είτε λόγω της απόστασης του χρόνου ή του τόπου είτε λόγω θανάτου, του άλλου ανθρώπου ή του εαυτού μας.

Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, κάθε απώλεια έχει τα δικά της χαρακτηριστικά ως προς την μοναδικότητα κι ένταση του πόνου. Υπάρχουν ωστόσο κάποια κοινά χαρακτηριστικά, κάποιες κοινές αντιδράσεις και κοινά συναισθήματα που βιώνουμε όλοι μας όταν πενθούμε και που θα εξετάσουμε στο παρόν άρθρο. Οι αντιδράσεις αυτές μπορεί φυσικά να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον χαρακτήρα μας, τον τρόπο με τον οποίο γενικά αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες και τη σχέση μας με τον άνθρωπο που πέθανε. Γι’ αυτό το λόγο, η σκιαγράφηση των «σταδίων» θρήνου αποτελεί μια γενική εικόνα των ανθρώπινων αντιδράσεων στην απώλεια κι όχι μια πανανθρώπινη πορεία, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν το πλαίσιο και το νόημα του θρήνου για κάθε πενθούντα ξεχωριστά.

Ξεκινώντας λοιπόν την ανάλυση των σταδίων, οι πενθούντες αρχικά βιώνουν το στάδιο της αποφυγής. Ειδικά σε περιπτώσεις απωλειών που προκαλούν πόνο μεγάλης έντασης όπως π.χ. ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, επικρατεί αρχικά μια έντονη δυσπιστία ως προς την πραγματικότητα αυτού του θανάτου. Αν για παράδειγμα μόλις προ ολίγων ωρών μιλούσαμε με τον αποθανόντα, η είδηση του θανάτου του μπορεί να μας προκαλέσει σοκ και να μας κάνει να αποφύγουμε την αφομοίωση της σκληρής πραγματικότητας. Αισθανόμαστε μουδιασμένοι και βιώνουμε την κατάσταση γύρω μας ως μη πραγματική, μπορεί να είμαστε αποδιοργανωμένοι κι ανίκανοι να αντιμετωπίσουμε το οτιδήποτε, ακόμα κι αν αυτό αφορά στις πιο καθημερινές δραστηριότητες όπως π.χ. τα ψώνια στο σουπερμάρκετ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πενθούντες δεν χρειάζονται μόνο συναισθηματική στήριξη, αλλά και πρακτική βοήθεια. Στην πορεία της διεργασίας του πένθους, μπορεί να εκδηλωθούν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις όπως η οργή απέναντι σε αυτούς που θεωρούμε ως υπεύθυνους για το θάνατο του αγαπημένου μας π.χ. τους γιατρούς, την αεροπορική εταιρεία ή τον μεθυσμένο οδηγό. Μπορεί να υπάρχουν επίσης εναλλαγές μεταξύ της οδυνηρής επίγνωσης του θανάτου και στιγμών που νιώθουμε σαν να μην έχει συμβεί ποτέ η απώλεια. Αφομοιώνουμε δηλαδή την απώλεια προοδευτικά έτσι ώστε στο μέλλον να γίνουν σαφείς οι συνέπειες της σε συναισθηματικό και πρακτικό επίπεδο.

Στο δεύτερο στάδιο της αφομοίωσης, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς τον αγαπημένο μας. Η μοναξιά και η θλίψη γίνονται φανερές σε όλη τους την ένταση καθώς το μούδιασμα από το αρχικό σοκ υποχωρεί. Και τότε τα καθημερινά ερεθίσματα αρχίζουν να εδραιώνουν μέσα μας την πραγματικότητα του θανάτου: η καρέκλα του αγαπημένου μας κοντά στο παράθυρο είναι άδεια, ένα σερβίτσιο στο τραπέζι είναι πλέον λιγότερο ενώ σύντομα θα έρθουν τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς αυτόν. Αν ο αγαπημένος μας βασανίστηκε από μια επώδυνη και μακροχρόνια ασθένεια, τότε τα συναισθήματα πόνου εναλλάσσονται με συναισθήματα ανακούφισης ενώ πολλές φορές μπορεί να νιώθουμε ενοχή επειδή «ευχόμασταν» να πεθάνει ο αγαπημένος μας για να λυτρωθεί. Σε αυτή τη φάση, επαναλαμβανόμενες σκέψεις ή παρεισφρητικές εικόνες του αποθανόντος καθώς κι εφιάλτες σε σχέση με το θάνατο του ή/και όνειρα όπου τον βλέπουμε να επιστρέφει αναφέρονται συχνά. Τα συμπτώματα που παρατηρούνται είναι απότομα ξεσπάσματα κλάματος, έντονη θλίψη, έλλειψη ελπίδας για το μέλλον, διαταραχές στον ύπνο και την όρεξη ενώ το παρατεταμένο στρες αποτελεί κίνδυνο για τη σωματική υγεία σε σχέση με το ανοσοποιητικό σύστημα του πενθούντα. Άλλωστε έχει παρατηρηθεί αυξημένη θνησιμότητα των ατόμων που πενθούν μέσα στον πρώτο χρόνο μετά το θάνατο.

Όταν τα συναισθήματα που χαρακτηρίζουν το στάδιο της αφομοίωσης αρχίζουν να καταλαγιάζουν, αρχίζει ο πενθών να αναρωτιέται τι θα κάνει με τη ζωή του. Στη φάση της ένταξης αρχίζει να επανέρχεται η λειτουργικότητα του ατόμου, αν και η νοσταλγία παραμένει και το πιο πιθανό να διαρκέσει ακόμα και χρόνια μετά την απώλεια, ιδιαίτερα δε όταν αφορά απώλεια λόγω θανάτου. Σε αυτό το στάδιο, αυξάνεται ο έλεγχος των συναισθημάτων, αποκαθίσταται ο ύπνος και η διατροφή και βελτιώνεται η συγκέντρωση του πενθούντος. Το άτομο προσπαθεί να βρει μια νέα ισορροπία μεταξύ των αναμνήσεων του με τον αποθανόντα και της δημιουργίας μιας νέας ζωής όπου θα επιστρατεύσει τον κατάλληλο κύκλο σχέσεων και τις απαραίτητες ενασχολήσεις για να προχωρήσει παρακάτω.

Αυτές οι αναπροσαρμογές συνεχίζονται για μια μακρά περίοδο μετά την απώλεια και σίγουρα δεν αποτελούν μια ευθεία κι εύκολη πορεία. Μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία δίνεται η δυνατότητα στον πενθούντα αφ’ ενός να εξερευνήσει όλα τα παραπάνω συναισθήματα σε ένα ασφαλές πλαίσιο, αφ’ ετέρου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του θρήνου, οι οποίες οδηγούν σε μια ουσιαστική επαφή με κάποιες πτυχές του εαυτού που πριν δεν γνώριζε καν ότι υπήρχαν. Και καθώς η απώλεια είναι ένα γεγονός που μας φέρνει σε επαφή με τα όρια της ύπαρξης μας, η επεξεργασία της αποτελεί ένα πολύτιμο σύμμαχο για την περαιτέρω εξέλιξη μας. Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας Thomas Attig, «αν και το πένθος είναι ένα γεγονός όπου δεν υπάρχει επιλογή, η εμπειρία του θρήνου, όταν γίνεται αντιληπτή ως ενεργή διεργασία αντιμετώπισης, βρίθει επιλογών».