Παθητική Επιθετικότητα: το χαμόγελο που σκοτώνει

Παθητική Επιθετικότητα: το χαμόγελο που σκοτώνει

«Πίσω από το χαμόγελο κρύβεται ένα μαχαίρι…»
Αρχαίο Κινέζικο ρητό


Μέσα στην καθημερινότητα μας συναντάμε πολλές φορές ανθρώπους που μας προκαλούν μια έντονη δυσφορία, ένα θυμό με την ενοχλητική συμπεριφορά τους χωρίς ωστόσο να μας έχουν επιτεθεί φανερά.

Μπορεί να έχουν αναβάλει για πολλοστή φορά ένα ραντεβού μας, μπορεί, παρ’ όλες τις αντίθετες διαβεβαιώσεις τους, να αργοπορήσουν σε μια πολλή επείγουσα συνάντηση, μπορεί συνέχεια να κάνουν κάτι που μας ενοχλεί παρά τις άπειρες εξηγήσεις μας για το συναίσθημα μας. Οι δικαιολογίες πολλές κι ανούσιες: «Συγγνώμη, το ξέχασα», «Απλά έτυχε», «Δεν φταίω εγώ», «Έχεις δίκιο, δε θα ξαναγίνει» απλά και μόνο για να επαναληφθεί η συμπεριφορά τους με τον ίδιο ή έναν παραπλήσιο τρόπο. Αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς ονομάζεται παθητική επιθετικότητα και ορίζεται ως η έμμεση έκφραση αρνητικών συναισθημάτων και ως επί το πλείστον θυμού. Το άτομο μπορεί να φαίνεται ότι συμμορφώνεται με κανόνες, ουσιαστικά όμως η στάση του είναι αρνητική κι αντιστέκεται παθητικά. Αρνείται ότι έχει θυμό, μας χαμογελάει πλατιά, μας διαβεβαιώνει ότι όλα πλέον θα γίνονται με τον δέοντα τρόπο, εμείς ωστόσο νιώθουμε το αίμα να μας ανεβαίνει στο κεφάλι.

Ποιά όμως είναι κατ’ αρχάς κάποια από τα χαρακτηριστικά της παθητικής επιθετικότητας; Τα άτομα που εκφράζονται μέσω της παθητικής επιθετικότητας χρησιμοποιούν την ειρωνεία και την κυνικότητα, τα συνεχή καυστικά σχόλια ακόμα και υπό τη μορφή αστείου – που όμως μπορεί να πονέσουν πολύ τον αποδέκτη τους – για να εκφράσουν το θυμό τους. Αν φυσικά κάποιος τους ρωτήσει αν έχουν κάτι και είναι θυμωμένοι, θα το αρνηθούν πανηγυρικά κι απλά θα ισχυριστούν ότι κάνουν πλάκα. Μπορεί να καταφεύγουν στη συνεχή γκρίνια, να δημιουργούν χαοτικές συζητήσεις και καταστάσεις χωρίς λόγο κι αιτία ή να παραπονιούνται συνέχεια ότι κανείς δεν τους καταλαβαίνει κι ότι όλοι τους υποτιμούν, παίρνοντας έτσι το ρόλο του θύματος , χωρίς φυσικά να μπορεί να βγάλει κανείς νόημα από τις κουβέντες τους. Μέσα στην αλληλεπίδραση μιας σχέσης, τα άτομα μπορεί να αποφεύγουν τις ευθύνες τους, να κωλυσιεργούν, να τιμωρούν τον άλλο μέσω της σιωπής τους ή να στέλνουν αντιφατικά μηνύματα που απλά κάνουν το σύντροφο τους να τρελαίνεται. Επιπλέον, μπορεί να εκφράζονται αρνητικά κι επικριτικά για κάποιο τρίτο πρόσωπο, περνώντας έτσι ένα έμμεσο μήνυμα στον άλλο χωρίς να αναγκαστούν να συγκρουστούν φανερά. Όταν βέβαια ο άλλος επικοινωνήσει τη δυσαρέσκεια του, το εν λόγω άτομο θα αρνηθεί ότι «έχωσε την μπηχτή του» κι ίσως να δείξει και θιγμένος «που τόλμησε ο άλλος να σκεφτεί κάτι τέτοιο γι’ αυτόν». Φανταστείτε για παράδειγμα να καβγαδίσετε με τον σύντροφο σας κι αντί να σας πει ευθέως το παράπονο του, την επόμενη φορά, μπροστά σε μια παρέα κοινών σας φίλων, να αρχίσει να σχολιάζει «την έλλειψη κατανόησης κι επικοινωνίας που δείχνουν πλέον οι σύγχρονες γυναίκες». Κι εσείς βέβαια να τρελαίνεστε… Ή να μαλώσετε με τη γυναίκα σας για ένα ζήτημα κι αυτή, αντί φυσικά να εκφράσει ευθέως τον θυμό της, προτιμά να «παραφουσκώσει» την πιστωτική σας αγοράζοντας άχρηστα πράγματα, ξέροντας ότι έτσι θα σας βγάλει εκτός εαυτού.

Άτομα που συνειδητά αποτυγχάνουν σε μια δραστηριότητα, που αυτοτραυματίζονται, που παρουσιάζουν εθισμούς, που θυματοποιούνται και γενικότερα που αυτοτιμωρούνται εκφράζουν κι αυτά με τον τρόπο τους συγκαλυμμένα αισθήματα θυμού κι επιθετικότητας, τιμωρώντας τον εαυτό τους και στέλνοντας έτσι ένα επώδυνο μήνυμα στους οικείους τους.

Πού οφείλεται όμως η παθητική επιθετικότητα; Όπως μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει, το άτομο που εκδηλώνει παθητική επιθετικότητα φοβάται την άμεση αντιπαράθεση με τον άλλον καθώς αυτό στον ψυχισμό του θα σήμαινε εγκατάλειψη, τιμωρία, κριτική, απόρριψη, ντροπή. Οι παιδικές ψυχούλες – το έχουμε ξαναπεί – είναι πολύ ευαίσθητες σε κάθε μήνυμα, λεκτικό και μη, του έμψυχου περιβάλλοντος τους με αποτέλεσμα όταν ο γονέας για παράδειγμα απαγορεύει στο παιδί να εκδηλώσει την επιθυμία του ή να εκφράσει το θυμό του, το παιδί να εισπράττει ότι κάθε μορφή ελεύθερης έκφρασης συνεπάγεται την απώλεια αγάπης από το γονέα. Οπότε φανταστείτε τι μπορεί να γίνεται όταν συστηματικά σε μια οικογένεια δεν δίνεται πολλή σημασία και προσοχή στις ανάγκες, τις επιθυμίες, στα συναισθήματα του παιδιού. Φανταστείτε τι γίνεται στον ψυχισμό του παιδιού όταν σε κάθε προσπάθεια του να επικοινωνήσει, συναντά αδιαφορία, κριτική, τιμωρία. Τότε, παλεύοντας να διατηρήσει την απαραίτητη για την ψυχική του επιβίωση σχέση με τους γονείς, απλά μαθαίνει να σιωπά και να αποσιωπά κάθε του ανάγκη. Μόνο που οι ανάγκες επιμένουν, τα συναισθήματα και οι επιθυμίες εξακολουθούν να υφίστανται και φυσικά ο θυμός υποβόσκει.

Εφ΄όσον λοιπόν η κατά μέτωπο αντιμετώπιση έχει αποκλειστεί ως λύση, μένει το άτομο να ανακαλύψει τρόπους για να εκφράσει το θυμό που το κατακλύζει χωρίς να προκαλέσει ιδιαίτερους τριγμούς στη σχέση. Δεν είναι τυχαίο που τα άτομα με παθητική επιθετικότητα χειρίζονται τις καταστάσεις έτσι όπως θέλουν για να πετύχουν αυτό που θέλουν χωρίς να το ζητήσουν άμεσα. Για να πετύχουν τους στόχους τους, σαμποτάρουν, εξαπατούν, υποτιμούν, ματαιώνουν τις επιθυμίες των άλλων ενώ ποτέ δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη του εαυτού τους, κατηγορώντας πάντα τους άλλους για τα λάθη που κάνουν οι ίδιοι. Έτσι, καταφέρνουν αφ’ενός να πετύχουν αυτό που θέλουν, αφ’ετέρου να θυμώσουν τον άλλον για να τον εκδικηθούν. Μπορεί δε και να εξελιχθούν σε σαγηνευτικά άτομα, τα οποία κρύβουν πίσω από το χαμόγελο τους κακία κι εκδικητικότητα.

Τι μπορεί όμως να πράξει κανείς για να αντιμετωπίσει την παθητική επιθετικότητα; Σε κάθε προβληματική σχέση που εμφανίζει αυτό το επικοινωνιακό στοιχείο, θα πρέπει με τη βοήθεια ειδικού να αναγνωριστούν και να κατονομαστούν όλα τα κομμάτια αυτής της συμπεριφοράς καθώς και να εξερευνηθούν τα συναισθήματα και τα βιώματα που οδήγησαν το παθητικοεπιθετικό άτομο στο να τα υιοθετήσει. Μόλις αναγνωριστεί η καταπίεση του φόβου και του θυμού που έχει υποστεί το εν λόγω άτομο, η παθητικοεπιθετική συμπεριφορά θα εκλείψει. Η σχέση θα αρχίσει να βιώνεται ως πιο ειλικρινής και πλήρης, τα θετικά συναισθήματα θα έλθουν στην επιφάνεια, τα αρνητικά θα εκφράζονται με σεβασμό κι ανοιχτότητα και τα άτομα που εμπλέκονται στη σχέση θα βιώνουν τον εαυτό και τον άλλο ως ενήλικες παρουσίες που συνδέονται μέσω της αγάπης και της ελεύθερης επιλογής.