Η θαυματουργή δύναμη του όχι

Η θαυματουργή δύναμη του όχι

«Όταν λες ‘ναι’ στους άλλους, σιγουρέψου ότι δεν λες ‘όχι’ στον εαυτό σου»
Πάουλο Κοέλιο (1947- ), Βραζιλιάνος συγγραφέας

Μπροστά σε μια κατάσταση που μας «πίνει το αίμα», που μας εξουθενώνει, που μας κάνει να αμφιβάλλουμε για τον εαυτό μας και τις δυνάμεις μας έχουμε σίγουρα όλοι μας βρεθεί. Ωστόσο υιοθετούμε (πιο συχνά από όσο μπορούμε να παραδεχτούμε) μια στάση παθητικότητας, ψευδο-αποδοχής και καρτερικότητας, η οποία στην ουσία καταλήγει να μας γεμίζει θυμό και οργή όχι μόνο προς τους άλλους, αλλά και προς τον εαυτό μας.

Η λύση; Πολύ απλά, το «όχι». Βέβαια, πολλοί θα αναρωτηθείτε πώς θα πείτε τη μαγική αυτή λέξη με τα τρία γράμματα τη στιγμή που η αυτοεικόνα σας και η μέχρι τώρα στάση απέναντι στον κόσμο απαιτούσε την εκστόμιση – συνήθως δια της ψυχικής σας καταπίεσης – του «ναι». Κατανοητό. Αλλά όχι απαραίτητα μονόδρομος. Σίγουρα, κάποιοι από εσάς δεν έχετε μάθει να λέτε «όχι». Άλλοι νιώθετε ενοχή όταν το λέτε. Άλλοι ίσως φοβάστε τη μοναξιά κι έτσι έχετε μάθει να ικανοποιείτε τις επιθυμίες των άλλων. Ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι πιο εύκολο να κινούμαστε με τις επιθυμίες του όχλου παρά να ανοίγουμε δικούς μας δρόμους. Ξεκινώντας ωστόσο να λέμε «όχι», ανοίγουμε επιτέλους το δρόμο της αξιοπρέπειας και του αυτοπροσδιορισμού. Στον εργοδότη μας που μας προσβάλλει και μας υποτιμά μπροστά στους άλλους, στο/στη σύντροφο μας που μονίμως απαιτεί από εμάς πράγματα που είναι αντίθετα στα προσωπικά όνειρα και στις επιθυμίες μας, στο φίλο που για πολλοστή φορά ζητά βοήθεια και «κρεμιέται» από εμάς για να του τη δώσουμε. Κι αν δεν μπορούμε να πούμε άμεσα «όχι» στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους, ξεκινάμε με τα «όχι» μας στους απλούς γνωστούς. Και τότε αρχίζουμε να νιώθουμε λίγο πιο δυνατοί κι ελεύθεροι. Οι άλλοι δεν μπορούν να μας επιβληθούν. Αρχίζει να ενισχύεται η φτωχή μας αυτοπεποίθηση. Και, παραδόξως, ενώ νομίζαμε ότι θα μας κακοχαρακτήριζαν, ότι θα πέφταμε από το (θυμωμένο) βάθρο του «καλού παιδιού», οι άλλοι αρχίζουν να μας κοιτούν με σεβασμό και θαυμασμό γιατί απλά τολμήσαμε να είμαστε ο εαυτός μας.

Μεγαλώνουμε δυστυχώς έτσι. Και μεγαλώνουμε έτσι και τα παιδιά μας. Κάθε έκφραση άρνησης του παιδιού μας, κάθε προσπάθεια του να βάλει το δικό του λιθαράκι αντιμετωπίζεται με πίεση, με στραπατσάρισμα της βούλησης του, ενίοτε με άρνηση των ταλέντων του, κι αντί αυτών, με προβολή των δικών μας προσδοκιών πάνω του. Το «όσι» που λέγαμε εμείς ως προνήπια ήταν η πρώτη μας αντίσταση, το πρώτο δείγμα ανεξαρτησίας και ελεύθερης βούλησης που εκφράσαμε ως άνθρωποι. Μετά όλο αυτό μπαίνει σε ένα καλούπι του «πρέπει», των ρόλων ανάλογα αν είμαστε αγόρια ή κορίτσια (ακόμα και τα παιχνίδια μας και το χρώμα που μας φορούσαν εξαρτιόταν από τα εκάστοτε πρότυπα), της ενοχής, κι άρα του ψυχικού ελέγχου, που μας εμφυσούν, όταν προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Βλέπετε, μας μαθαίνουν από μικρούς ότι αν λέμε «όχι», θα είμαστε αγενείς κι εγωιστές, ενώ όταν λέμε «ναι», θα μας αγαπούν και θα μας αποδέχονται οι άλλοι περισσότερο.

Κι έρχεται όταν μεγαλώνουμε η στιγμή του μεγάλου «όχι». Όχι στα πρότυπα των άλλων, όχι στις ενοχές, όχι στους ψυχαναγκασμούς, όχι στην καταπίεση, αλλά «ναι» στο να αγαπάμε και να αρέσουμε τον εαυτό μας, ναι στο να επιλέγουμε τα όνειρα μας και να διεκδικούμε την πραγματική αγάπη και την αξιοπρέπεια, ναι στο να είμαστε εμείς. Γιατί ας μην ξεχνάμε, ότι δεν υπάρχει πραγματική αγάπη, πραγματική ίαση της ψυχής, πραγματική αξιοπρέπεια αν δεν υπάρχει ελευθερία. Κι όπως πολύ όμορφα το έθεσε ο Οδυσσέας Ελύτης, «Μπορείς να φυλακίσεις ένα αηδόνι όμως δεν μπορείς να φυλακίσεις τον κελαηδισμό του».