«Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»

«Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»

«Η χειρότερη μορφή ενοχής είναι η αποδοχή μιας ενοχής που δεν μας αφορά»
Άϋν Ραντ (1905-1982), Ρωσίδα φιλόσοφος και συγγραφέας


Ένα από τα μεγάλα και πιο δύσκολα περιστατικά που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μέσα στην ψυχοθεραπεία είναι άτομα, τα οποία έχουν μεγαλώσει μέσα στην ενοχή χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος λόγος πέρα φυσικά από την ψυχολογία των γονιών τους. Υπάρχουν δηλαδή γονείς – και σίγουρα όλοι μας, ψυχολόγοι και μη, έχουμε γνωρίσει τέτοιες περιπτώσεις – οι οποίοι με τον τρόπο τους κάνουν τα παιδιά τους να νιώθουν μονίμως ότι τους χρωστάνε. Οι ψυχολόγοι ονομάζουμε αυτούς τους γονείς χειριστικούς. Χειριστικός είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί με κάθε τρόπο να οδηγήσει μια κατάσταση εκεί που θέλει ο ίδιος και φυσικά να καρπωθεί τα οφέλη. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση τέτοιων γονέων;

Οι γονείς αυτοί θεωρούν ότι βάση της σχέσης τους με τα παιδιά είναι η θυσία. Εφ’όσον λοιπόν οι ίδιοι «θυσιάζουν τη ζωή τους για να τα μεγαλώσουν κι αφήνουν πίσω τους πράγματα που θα τους έκαναν χαρούμενους για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά τους», δημιουργούν την αίσθηση του χρέους και της υποχρέωσης που το παιδί οφείλει εσαεί να ξεπληρώνει. Πώς; Ζώντας φυσικά τη ζωή του σύμφωνα με τις προσδοκίες και τα όνειρα του γονέα, αφήνοντας τον να έχει λόγο στην καθημερινότητα του παιδιού-ενήλικα (πλέον), νιώθοντας ενοχές που δεν το αφορούν και κάνοντας πράγματα για να εξυπηρετεί συνέχεια τον γονέα. Αν αυτά δεν γίνουν, οι χειριστικοί γονείς σταματούν να είναι τρυφεροί και φυσικά θυμώνουν όταν το παιδί αποκλίνει από τις προσδοκίες τους. Με άλλα λόγια, οι χειριστικοί γονείς χρησιμοποιούν το παιδί τους για να νιώσουν οι ίδιοι πλήρεις κι όταν το παιδί δυσανασχετεί, χρησιμοποιούν κλαψουρίζοντας μια παραλλαγή της φράσης «δεν πειράζει παιδί μου, κοίτα εσύ τον εαυτό σου κι άσε με εμένα», ενώ μη-λεκτικά το ύφος τους λέει «που έχω κάνει τόσα για σένα». Κι αυτό συμβαίνει όταν οι γονείς δεν έχουν καλή σχέση κι επικοινωνία μεταξύ τους κι έτσι μεταφέρουν τις ματαιωμένες προσδοκίες τους στη σχέση τους με τα παιδιά τους περιμένοντας από αυτά να τους συντροφεύσουν.

Δυστυχώς δεν συνειδητοποιούν πόσο κακό κάνουν. Το παιδί αυτό, ακόμα και να ενηλικιωθεί βιολογικά, δεν ενηλικιώνεται συναισθηματικά. Συνέχεια αναρωτιέται για τις επιλογές του και νιώθει ότι κάνει λάθη. Τότε τρέχει στον εν λόγω γονέα για να εισπράξει επιβεβαίωση ότι αυτό που θέλει να κάνει είναι το σωστό ενώ φυσικά όταν ο γονέας δεν συμφωνήσει για τους δικούς του λόγους, το παιδί-ενήλικας θα πρέπει να πράξει αυτό που του ζητείται νιώθοντας βέβαια μέσα του το θυμό του να σιγοβράζει. Αυτοί οι «ενήλικες» δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, δεν αυτονομούνται ενώ επιπλέον βολεύονται με την παροχή φροντίδας και τις εξυπηρετήσεις, με τις οποίες ο χειριστικός γονέας τους ελέγχει.

Τι πρέπει όμως να κάνει το παιδί-ενήλικας για να αυτονομηθεί; Μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, οφείλει καταρχάς να μάθει να παίρνει τη ζωή στα χέρια του – κοινώς να ξεβολευτεί από τις παροχές του γονέα- και κατά δεύτερον να βάλει όρια. Μπορεί ο χειριστικός γονέας να μην αλλάξει, ωστόσο το παιδί-ενήλικας μπορεί π.χ. να του απαγορεύσει να μπαίνει στο σπίτι του όποτε ο γονέας θέλει, να ανακατεύεται στο γάμο του ή να κάνει κουμάντο στα οικονομικά του. Θα πρέπει να μάθει να λέει «όχι» και να μην «τσιμπάει» στις ενοχές που ο γονέας θα προσπαθήσει να προκαλέσει. Αυτό σημαίνει ότι θα μάθει να πιστεύει στον εαυτό του και στις επιλογές του ακόμα κι αν αυτές είναι λάθος. Και φυσικά οφείλει να κάνει τα πάντα για να μην γίνει ο ίδιος χειριστικός γονέας, καθώς, όπως όλοι μπορούμε να καταλάβουμε, τα παιδιά των χειριστικών γονέων «μεταφέρουν» το δικό τους χρέος στα δικά τους παιδιά. Έτσι ένα χρέος που δεν μας αφορά φαίνεται να μας κυνηγάει και να μας βαραίνει χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Όταν ωστόσο καταφέρουμε να απαλλαγούμε από αυτό, οι δυνάμεις που απελευθερώνονται από μέσα μας είναι τεράστιες και η αίσθηση της ελευθερίας μας ανεκτίμητη. Και τότε γινόμαστε ουσιαστικά ενήλικοι.